Мінливий грецькою
Переклад: мінливий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αβέβαιος, κατοχυρώνω, χαρούμενος, άστατος, ασταθής, ταραγμένος, ευλύγιστος, προστατεύω, αμφίβολος, αλλοπρόσαλλος, ξένοιαστος, μεταβλητός, ανισότητα, ευμετάβλητος, εύκαμπτος, μεταβλητή, μεταβλητής, μεταβλητό, μεταβλητού
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: мінливий
мінливий дохід, мінливий перевод, мінливий світ, мінливий настрій, мінливий це, мінливий мовний словник грецька, мінливий грецькою
Переклади
- мінералог грецькою - ορυκτολογία, ορυκτολόγος, μεταλλειολόγος, μεταλλειολόγο, ορυκτολόγο, ο ορυκτολόγος
- мінеральний грецькою - ορυκτό, ορυκτών, μεταλλικό, ορυκτά, ανόργανα
- мінливо грецькою - τραμπάλα, seesaw, τραμπάλας, αιώρα, ταλαντεύομαι
- мінливість грецькою - εγκαθιστώ, τοποθετώ, εγκαθιδρύω, θύμα, ρευστότητα, μεταβλητός, μεταβλητότητα, ...
Випадкові слова
Мінливий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αβέβαιος, κατοχυρώνω, χαρούμενος, άστατος, ασταθής, ταραγμένος, ευλύγιστος, προστατεύω, αμφίβολος, αλλοπρόσαλλος, ξένοιαστος, μεταβλητός, ανισότητα, ευμετάβλητος, εύκαμπτος, μεταβλητή, μεταβλητής, μεταβλητό, μεταβλητού
Переклади: αβέβαιος, κατοχυρώνω, χαρούμενος, άστατος, ασταθής, ταραγμένος, ευλύγιστος, προστατεύω, αμφίβολος, αλλοπρόσαλλος, ξένοιαστος, μεταβλητός, ανισότητα, ευμετάβλητος, εύκαμπτος, μεταβλητή, μεταβλητής, μεταβλητό, μεταβλητού