Мірила грецькою
Переклад: мірила, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Інші мови
Споріднені слова: мірила
мірила вартості у класичний період первісності, мірила мовний словник грецька, мірила грецькою
Переклади
- міраж грецькою - παραίσθηση, οφθαλμαπάτη, αντικατοπτρισμός, Mirage, αντικατοπτρισμό, χίμαιρα
- міражі грецькою - βόρβορος, αντικατοπτρισμοί, αντικατοπτρισμούς, τους αντικατοπτρισμούς, οφθαλμαπάτες, οπτασίες
- мірило грецькою - κριτήριο, μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
- міркування грецькою - διατριβή, πραγματεία, κερδοσκοπία, κερδοσκοπίας, η κερδοσκοπία, την κερδοσκοπία, εικασίες
Випадкові слова
Мірила грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν
Переклади: μέτρο, τη μέτρηση, μέτρηση της, μετρήσει, μετρούν