Містити грецькою
Переклад: містити, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ζω, υπάρχω, περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, να περιέχει
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: містити
містити синоніми, містити мовний словник грецька, містити грецькою
Переклади
- містечко грецькою - πόλη, δήμος, δήμο, δήμου, township, κωμόπολη
- містик грецькою - μυστικιστής, Mystic, μυστικιστική, μυστικιστικό, μυστικιστή
- міститись грецькою - ανήκω, περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, να περιέχει
- міститися грецькою - ανήκω, να περιέχονται, πρέπει να περιλαμβάνονται, πρέπει να περιέχονται, να περιέχεται, να περιλαμβάνονται
Випадкові слова
Містити грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ζω, υπάρχω, περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, να περιέχει
Переклади: ζω, υπάρχω, περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, να περιέχει