Міститись грецькою
Переклад: міститись, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ανήκω, περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, να περιέχει
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: міститись
міститись мовний словник грецька, міститись грецькою
Переклади
- містик грецькою - μυστικιστής, Mystic, μυστικιστική, μυστικιστικό, μυστικιστή
- містити грецькою - ζω, υπάρχω, περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, να περιέχει
- міститися грецькою - ανήκω, να περιέχονται, πρέπει να περιλαμβάνονται, πρέπει να περιέχονται, να περιέχεται, να περιλαμβάνονται
- містить грецькою - αναχαιτίζω, περιλαμβάνω, περιέχω, περιέχει, περιλαμβάνει, περιέχουν
Випадкові слова
Міститись грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ανήκω, περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, να περιέχει
Переклади: ανήκω, περιέχουν, περιέχει, περιλαμβάνουν, περιλαμβάνει, να περιέχει