Надавати грецькою
Переклад: надавати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
επιτρέπω, επιπλώνω, αφήνω, προσφέρω, συγκατάθεση, χορηγώ, προμηθεύω, συμφωνία, συσκέπτομαι, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: надавати
надавати перевагу чи віддавати перевагу, надавати перевагу, надавати ляпасів, надавати синонім, надавати плескачів фразеологізм, надавати мовний словник грецька, надавати грецькою
Переклади
- над грецькою - τελείωσε, πάνω, επί, κατά, για, σχετικά, σε
- надавання грецькою - έκταση, επέκταση, προέκταση, πρόβλεψη, πρόνοια, διάταξη, παροχή, ...
- надалі грецькою - περαιτέρω, παραπέρα, μακρύτερος, πλέον, εφεξής, στο εξής, εξής
- надання грецькою - αποστολή, ανάθεση, δουλειά, χορήγηση, χορήγησης, παροχή, χορηγούσας, ...
Випадкові слова
Надавати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: επιτρέπω, επιπλώνω, αφήνω, προσφέρω, συγκατάθεση, χορηγώ, προμηθεύω, συμφωνία, συσκέπτομαι, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Переклади: επιτρέπω, επιπλώνω, αφήνω, προσφέρω, συγκατάθεση, χορηγώ, προμηθεύω, συμφωνία, συσκέπτομαι, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί