Надихання грецькою
Переклад: надихання, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
έμπνευση, έμπνευσης, την έμπνευση, πηγή έμπνευσης, έμπνευσή
Інші мови
Споріднені слова: надихання
надихання мовний словник грецька, надихання грецькою
Переклади
- надзиратель грецькою - λογοκρίνω, λογοκριτής, επιστάτης, Έφορο, Εφόρου, επιστάτη, επιθεωρητής
- надимати грецькою - απάτη, κοιλιά, κοιλιάς, της κοιλιάς, την κοιλιά, κοιλιά της
- надихати грецькою - σπιθοβολώ, εμπνεύσει, εμπνέουν, εμπνέει, να εμπνεύσει, εμπνεύσουν
- надихається грецькою - εμπνευσμένος, εμπνευσμένη, εμπνευσμένο, εμπνευσμένα, ενέπνευσε
Випадкові слова
Надихання грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: έμπνευση, έμπνευσης, την έμπνευση, πηγή έμπνευσης, έμπνευσή
Переклади: έμπνευση, έμπνευσης, την έμπνευση, πηγή έμπνευσης, έμπνευσή