Надмірний грецькою
Переклад: надмірний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αλύγιστος, άκαμπτος, ψηλός, περιττός, υπερβολικός, ισχυρός, εξωφρενικός, υπερβολική, υπερβολικό, υπερβολικές, η υπερβολική, υπερβολικού
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: надмірний
надмірний бюджетний дефіцит, надмірний апетит, надмірний ризик, надмірний вигин хребта вперед, надмірний ріст волосся у жінок, надмірний мовний словник грецька, надмірний грецькою
Переклади
- надлюдський грецькою - υπεράνθρωπος, υπεράνθρωπη, υπεράνθρωπες, υπεράνθρωπο, την υπεράνθρωπη
- надмір грецькою - περίσσευμα, πλεόνασμα, υπέρβαση, υπερβολή, περίσσεια, περίσσειας, υπερβαίνουν
- надмірно грецькою - υπερβολικά, εξαιρετικά, υπερβολική, υπέρμετρα, υπερβολικό
- надмірність грецькою - κορεσμός, υπεράριθμος, πλεονάζων, πλεονασμός, απόλυση, πλεονασμού, απολύσεων, ...
Випадкові слова
Надмірний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αλύγιστος, άκαμπτος, ψηλός, περιττός, υπερβολικός, ισχυρός, εξωφρενικός, υπερβολική, υπερβολικό, υπερβολικές, η υπερβολική, υπερβολικού
Переклади: αλύγιστος, άκαμπτος, ψηλός, περιττός, υπερβολικός, ισχυρός, εξωφρενικός, υπερβολική, υπερβολικό, υπερβολικές, η υπερβολική, υπερβολικού