Надійно грецькою
Переклад: надійно, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αξιόπιστα, αξιοπιστία, με αξιοπιστία, αξιόπιστη, αξιόπιστο
Інші мови
Споріднені слова: надійно
не надійно, надійно синоніми, надійно синонім, надійно захищені водні горизонти, надійно магазин, надійно мовний словник грецька, надійно грецькою
Переклади
- надів грецькою - χάρισμα, κλήρος, προικοδότηση, τεθεί σε, θέσει σε, που διατίθενται στην, τίθεται σε, ...
- надійний грецькою - έγκυρος, αξιόπιστος, χρηματοκιβώτιο, ασφαλής, επιβλητικός, συνεπής, αξιόπιστο, ...
- надійність грецькою - υπεύθυνος, αρμόδιος, αξιοπιστία, την αξιοπιστία, αξιοπιστίας, αξιοπιστία του, την αξιοπιστία του
- наділ грецькою - χάρισμα, κλήρος, προικοδότηση, κατανομή, κατανομής, της κατανομής, παραχώρηση, ...
Випадкові слова
Надійно грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αξιόπιστα, αξιοπιστία, με αξιοπιστία, αξιόπιστη, αξιόπιστο
Переклади: αξιόπιστα, αξιοπιστία, με αξιοπιστία, αξιόπιστη, αξιόπιστο