Наділ грецькою
Переклад: наділ, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
χάρισμα, κλήρος, προικοδότηση, κατανομή, κατανομής, της κατανομής, παραχώρηση, ποσό που κατανέμεται
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: наділ
тзов наділ, наділ львів, наділ вікіпедія, наділ винники, наділ у київській русі, наділ мовний словник грецька, наділ грецькою
Переклади
- надійно грецькою - αξιόπιστα, αξιοπιστία, με αξιοπιστία, αξιόπιστη, αξιόπιστο
- надійність грецькою - υπεύθυνος, αρμόδιος, αξιοπιστία, την αξιοπιστία, αξιοπιστίας, αξιοπιστία του, την αξιοπιστία του
- наділення грецькою - χάρισμα, προικοδότηση, χορήγηση, δίνοντας, βρει, να βρει, δίνει
- наділяти грецькою - προικίζω, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, χορηγεί
Випадкові слова
Наділ грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: χάρισμα, κλήρος, προικοδότηση, κατανομή, κατανομής, της κατανομής, παραχώρηση, ποσό που κατανέμεται
Переклади: χάρισμα, κλήρος, προικοδότηση, κατανομή, κατανομής, της κατανομής, παραχώρηση, ποσό που κατανέμεται