Наказувати грецькою
Переклад: наказувати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
παραγγέλλω, προσταγή, εντολή, θεσπίζω, παραγγελία, χειροτονώ, εντολών, εντολής, διοίκηση, χειρισμού
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: наказувати
наказувати або радитися з підлеглими, наказувати собі - найбільша влада, наказувати приказувати, наказувати мовний словник грецька, наказувати грецькою
Переклади
- наказовий грецькою - επιτακτικός, επιτακτική ανάγκη, επιτακτική, επιτακτικούς, επιτακτικό
- наказу грецькою - ορθογραφία, υπαγόρευση, παραγγελία, διαταγή, προκειμένου, ώστε, σκοπό
- накидати грецькою - ανακαλύπτω, ίχνος, ανιχνεύω, υπόλειμμα, καταφεύγω σε, ρίξει σε, ρίξει, ...
- накидатися грецькою - πεινασμένος, λιμασμένος, επεμβαίνω, εισβάλλουν, εισχωρούν, εισβάλλει, να εισχωρούν
Випадкові слова
Наказувати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: παραγγέλλω, προσταγή, εντολή, θεσπίζω, παραγγελία, χειροτονώ, εντολών, εντολής, διοίκηση, χειρισμού
Переклади: παραγγέλλω, προσταγή, εντολή, θεσπίζω, παραγγελία, χειροτονώ, εντολών, εντολής, διοίκηση, χειρισμού