Накидати грецькою
Переклад: накидати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ανακαλύπτω, ίχνος, ανιχνεύω, υπόλειμμα, καταφεύγω σε, ρίξει σε, ρίξει, ρίξει στο, να ρίξει σε
Інші мови
Споріднені слова: накидати
накидати мовний словник грецька, накидати грецькою
Переклади
- наказу грецькою - ορθογραφία, υπαγόρευση, παραγγελία, διαταγή, προκειμένου, ώστε, σκοπό
- наказувати грецькою - παραγγέλλω, προσταγή, εντολή, θεσπίζω, παραγγελία, χειροτονώ, εντολών, ...
- накидатися грецькою - πεινασμένος, λιμασμένος, επεμβαίνω, εισβάλλουν, εισχωρούν, εισβάλλει, να εισχωρούν
- накидка грецькою - ακρωτήριο, κάπα, ακρωτήρι, Cape, ακρωτηρίου
Випадкові слова
Накидати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ανακαλύπτω, ίχνος, ανιχνεύω, υπόλειμμα, καταφεύγω σε, ρίξει σε, ρίξει, ρίξει στο, να ρίξει σε
Переклади: ανακαλύπτω, ίχνος, ανιχνεύω, υπόλειμμα, καταφεύγω σε, ρίξει σε, ρίξει, ρίξει στο, να ρίξει σε