Наклеп грецькою
Переклад: наклеп, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
διαβολή, δυσφήμιση, δυσφημώ, κακολογία, συκοφαντία, δυσφήμηση, συκοφαντική δυσφήμιση, συκοφαντική δυσφήμηση, λίβελο, δυσφήμισης
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: наклеп
наклеп кк, наклеп це, наклеп відповідальність, наклеп вікіпедія, наклеп в кримінальному кодексі, наклеп мовний словник грецька, наклеп грецькою
Переклади
- накладні грецькою - επικαλούμαι, πάνω από το κεφάλι, γενικά, εναέρια, εναέριων, εναέριας
- накладіть грецькою - ισχύουν, εφαρμόζονται, εφαρμόζεται, εφαρμογή, εφαρμόζουν
- наклепник грецькою - δυσφημιστικός, συκοφάντης, συκοφάντη, συκοφαντεί, που συκοφαντεί, αυτός που συκοφαντεί
- наклепницький грецькою - συκοφαντικός, βλάβη, δυσφημιστικό, δυσφημιστική, δυσφημιστικές, δυσφημιστικού, συκοφαντικό
Випадкові слова
Наклеп грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: διαβολή, δυσφήμιση, δυσφημώ, κακολογία, συκοφαντία, δυσφήμηση, συκοφαντική δυσφήμιση, συκοφαντική δυσφήμηση, λίβελο, δυσφήμισης
Переклади: διαβολή, δυσφήμιση, δυσφημώ, κακολογία, συκοφαντία, δυσφήμηση, συκοφαντική δυσφήμιση, συκοφαντική δυσφήμηση, λίβελο, δυσφήμισης