Накопичування грецькою
Переклад: накопичування, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συρροή, συσσώρευση, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: накопичування
накопичування мовний словник грецька, накопичування грецькою
Переклади
- накопичення грецькою - ταμπέλα, σανίδωμα, επαύξηση, αποθήκευση, συσσώρευση, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, ...
- накопичити грецькою - στοιβάδα, αποθησαυρίζω, εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε
- накопичувати грецькою - συσσωρεύω, στοιβάδα, συσσωρεύονται, συσσωρεύουν, συσσωρεύεται, συσσωρευτούν, συσσωρευτεί
- накопичуватися грецькою - προκύπτω, προστίθεμαι, προκύψουν, συγκεντρώσετε, συσσωρεύονται, συγκεντρώνετε, προκύπτουν
Випадкові слова
Накопичування грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συρροή, συσσώρευση, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
Переклади: συρροή, συσσώρευση, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση