Накрохмалений грецькою
Переклад: накрохмалений, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κολλαριστά, κολλαρισμένα, τυπικός, κολλαριστό, έχουν κολλαριστά
Інші мови
Споріднені слова: накрохмалений
накрохмалений мовний словник грецька, накрохмалений грецькою
Переклади
- накривати грецькою - καλύπτω, κάλυμμα, κάλυψη, εξώφυλλο, καλύμματος, κάλυψης
- накришити грецькою - θρυμματίζω, καταρρεύσει, καταρρέουν, καταρρέει, θρυμματίζονται
- налагоджувати грецькою - καθορισμένος, τοποθετώ, οργανώσει, οργανώνουν, οργανώνει, οργανώσουν, διοργανώνουν
- налагодити грецькою - τοποθετώ, καθορισμένος, καθιερώσει, δημιουργία, καθιέρωση, καθορίσει, θεσπίσει
Випадкові слова
Накрохмалений грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κολλαριστά, κολλαρισμένα, τυπικός, κολλαριστό, έχουν κολλαριστά
Переклади: κολλαριστά, κολλαρισμένα, τυπικός, κολλαριστό, έχουν κολλαριστά