Направляти грецькою
Переклад: направляти, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ιθύνω, καθοδηγώ, διέπω, σκηνοθετώ, απευθύνω, διεύθυνση, κυβερνώ, οδηγός, καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδήγηση, καθοδηγήσουν
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: направляти
направляти синонім, направляти синоніми, направляти словник, направляти чи надсилати, направляти спрямовувати, направляти мовний словник грецька, направляти грецькою
Переклади
- напоїти грецькою - κάνει, κάνουν, να, κάνετε, καθιστούν
- направлення грецькою - τενόρος, παραπομπής, παραπομπή, υποβολής, την παραπομπή, προσφυγή
- направлятись грецькою - περιποιούμαι, προορίζω, επιμελούμαι, διαβιβάζεται, να διαβιβάζονται, να διαβιβαστεί, διαβιβάζονται, ...
- направлятися грецькою - περιποιούμαι, επιμελούμαι, προορίζω, αποστέλλονται, αποστέλλεται, αποσταλεί, απέστειλε, ...
Випадкові слова
Направляти грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ιθύνω, καθοδηγώ, διέπω, σκηνοθετώ, απευθύνω, διεύθυνση, κυβερνώ, οδηγός, καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδήγηση, καθοδηγήσουν
Переклади: ιθύνω, καθοδηγώ, διέπω, σκηνοθετώ, απευθύνω, διεύθυνση, κυβερνώ, οδηγός, καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδήγηση, καθοδηγήσουν