Насипай грецькою
Переклад: насипай, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ανάχωμα, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: насипай
насипай мовний словник грецька, насипай грецькою
Переклади
- насильству грецькою - βία, Η βία, Βίας, τη βία, της βίας
- насип грецькою - όχθη, ανάχωμα, τράπεζα, τούμπα, τούμπας, σωρός, τύμβο
- наситьте грецькою - ικανοποιώ, μουσκεύω, χορταίνω, ικανοποίηση, την ικανοποίηση, την ικανοποίησή, ικανοποίηση των, ...
- насичений грецькою - γόνιμος, κορεσμένο, κορεσμένου, κορεσμένα, κορεσμένη, κεκορεσμένο
Випадкові слова
Насипай грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ανάχωμα, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
Переклади: ανάχωμα, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει