Настирливо грецькою

Переклад: настирливо, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
με κόλλα, με συγκόλληση, κολλητικά, συγκολλητικώς, κόλληση
Настирливо грецькою
Інші мови

Споріднені слова: настирливо

настирливо мовний словник грецька, настирливо грецькою

Переклади

  • настил грецькою - κατάστρωμα, καταστρώματα, φορτώνουν, δάπεδο, να φορτώνουν, ξύλινο δάπεδο
  • настирливий грецькою - έννοια, ανησυχώ, άμεσος, επείγων, φορτικός, επίμονος, ενοχλητικός
  • настирливість грецькою - επιβάλλω, οχληρώτητα, φιλοπραγμοσύνη, οχληρώτης, επισημότητα, υπερβολικός ζήλος
  • насторожений грецькою - άγρυπνος, συναγερμός, συναγερμού, προειδοποίησης, ειδοποίησης, ειδοποίηση
Випадкові слова
Настирливо грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: με κόλλα, με συγκόλληση, κολλητικά, συγκολλητικώς, κόλληση