Натякнути грецькою
Переклад: натякнути, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
υπαινιγμός, νύξη, υποδηλώνω, υπόδειξη, υπαινιγμό, ίχνος
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: натякнути
як натякнути, натякнути мовний словник грецька, натякнути грецькою
Переклади
- натякання грецькою - νύξη, υπαινιγμός, υπαινίχθηκε, υπονοώντας, που υπαινίχθηκε, υπαινίχθηκε ότι, υποδείξεων
- натякати грецькою - υπαινιγμός, προτείνω, υποδηλώνω, νύξη, υπόδειξη, υπαινιγμό, ίχνος
- науковий грецькою - επιστημονικός, επιστημονική, επιστημονικών, επιστημονικές, επιστημονικής
- науково грецькою - επιστημονικός, επιστημονικώς, επιστημονικά, επιστημονική, επιστημονικής, από επιστημονική
Випадкові слова
Натякнути грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: υπαινιγμός, νύξη, υποδηλώνω, υπόδειξη, υπαινιγμό, ίχνος
Переклади: υπαινιγμός, νύξη, υποδηλώνω, υπόδειξη, υπαινιγμό, ίχνος