Науковий грецькою
Переклад: науковий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
επιστημονικός, επιστημονική, επιστημονικών, επιστημονικές, επιστημονικής
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: науковий
науковий вісник, науковий журнал, науковий метод, науковий жк, науковий текст, науковий мовний словник грецька, науковий грецькою
Переклади
- натякати грецькою - υπαινιγμός, προτείνω, υποδηλώνω, νύξη, υπόδειξη, υπαινιγμό, ίχνος
- натякнути грецькою - υπαινιγμός, νύξη, υποδηλώνω, υπόδειξη, υπαινιγμό, ίχνος
- науково грецькою - επιστημονικός, επιστημονικώς, επιστημονικά, επιστημονική, επιστημονικής, από επιστημονική
- науково-дослідний грецькою - ερευνητής, έρευνα, Έρευνας, Ερευνών, Research, Η έρευνα
Випадкові слова
Науковий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: επιστημονικός, επιστημονική, επιστημονικών, επιστημονικές, επιστημονικής
Переклади: επιστημονικός, επιστημονική, επιστημονικών, επιστημονικές, επιστημονικής