Нахил грецькою
Переклад: нахил, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ακούω, πουρμπουάρ, ρεγάλο, πλαγιά, αφουγκράζομαι, ποδοκόπι, κατηφορίζω, υποκρισία, αιχμή, γέρνω, επεισόδιο, περιστατικό, κλίση, κλίσης, πίστα, πλαγιάς
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: нахил
нахил бюджетної лінії, нахил бюджетного обмеження, нахил осі меркурія, нахил кривої байдужості, нахил даху, нахил мовний словник грецька, нахил грецькою
Переклади
- нахабність грецькою - θράσος, Audacity, το Audacity, του Audacity, θρασύτητα
- нахабство грецькою - θράσος, Audacity, το Audacity, του Audacity, θρασύτητα
- нахилений грецькою - χοροπηδώ, γέρνω, κλίνω, πηδώ, αναπηδώ, κλίση, λυγισμένο, ...
- нахилення грецькою - κλίση, κλίσης, κλίσεως, τάση, την κλίση
Випадкові слова
Нахил грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ακούω, πουρμπουάρ, ρεγάλο, πλαγιά, αφουγκράζομαι, ποδοκόπι, κατηφορίζω, υποκρισία, αιχμή, γέρνω, επεισόδιο, περιστατικό, κλίση, κλίσης, πίστα, πλαγιάς
Переклади: ακούω, πουρμπουάρ, ρεγάλο, πλαγιά, αφουγκράζομαι, ποδοκόπι, κατηφορίζω, υποκρισία, αιχμή, γέρνω, επεισόδιο, περιστατικό, κλίση, κλίσης, πίστα, πλαγιάς