Невинятковий грецькою

Переклад: невинятковий, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
μη αποκλειστική, μη αποκλειστικό, μη αποκλειστικής, μη αποκλειστικές, μη αποκλειστικών
Невинятковий грецькою
Інші мови

Споріднені слова: невинятковий

невинятковий мовний словник грецька, невинятковий грецькою

Переклади

  • невинності грецькою - αθώος, αθωότητα, αθωότητας, αθωότητά, την αθωότητά, την αθωότητα
  • невинність грецькою - αγνότητα, αθωότητα, αθωότητας, αθωότητά, την αθωότητά, την αθωότητα
  • невиразний грецькою - αμυδρός, τούφα, θολός, τυφλός, θολωμένος, τσουλούφι, θαμπώνω, ...
  • невиразність грецькою - αθέατος, αόρατος, αμυδρότητα, υπόφως, dimness, θαμπάδες, θολότητα
Випадкові слова
Невинятковий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: μη αποκλειστική, μη αποκλειστικό, μη αποκλειστικής, μη αποκλειστικές, μη αποκλειστικών