Невловимий грецькою
Переклад: невловимий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ασύλληπτος, φευγαλέος, αμυδρός, μεταβιβάζω, ασαφής, πληροφορώ, διφορούμενος, ακαθόριστος, απατηλός, άπιαστος, φευγαλέα, άπιαστο, αόριστη
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: невловимий
неуловимый люк, неуловимый люк онлайн, невловимий джо, невловимий фільм, невловимий підривник, невловимий мовний словник грецька, невловимий грецькою
Переклади
- невластивий грецькою - αλλοδαπός, αλλοδαπού, αλλοδαπό, ξένα, εξωγήινων
- невловиме грецькою - πρόθυμος, απατηλός, άπιαστος, φευγαλέα, άπιαστο, αόριστη
- невловність грецькою - nevlovnist
- невмолимий грецькою - ανελέητος, αυστηρός, σκληρός, αδυσώπητος, αμείλικτος, αδυσώπητη, αμείλικτη, ...
Випадкові слова
Невловимий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ασύλληπτος, φευγαλέος, αμυδρός, μεταβιβάζω, ασαφής, πληροφορώ, διφορούμενος, ακαθόριστος, απατηλός, άπιαστος, φευγαλέα, άπιαστο, αόριστη
Переклади: ασύλληπτος, φευγαλέος, αμυδρός, μεταβιβάζω, ασαφής, πληροφορώ, διφορούμενος, ακαθόριστος, απατηλός, άπιαστος, φευγαλέα, άπιαστο, αόριστη