Нездержливість грецькою

Переклад: нездержливість, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ακολασία, ξεμαύλισμα, ασωτία, μαύλισμα, ακράτεια, ακράτειας, ούρων, την ακράτεια, της ακράτειας
Нездержливість грецькою
Споріднені слова
Інші мови

Споріднені слова: нездержливість

нездержливість мовний словник грецька, нездержливість грецькою

Переклади

  • нездатність грецькою - αναποτελεσματικός, ανικανότητα, αδυναμία, αδυναμίας, την αδυναμία, ανικανότητας
  • нездержливий грецькою - σκοπεύω, ασυγκράτητος, ανεξέλεγκτη, ασυγκράτητη, ανεξέλεγκτης, ασυγκράτητο
  • нездоланний грецькою - αποφασισμένος, ανυπέρβλητος, ανυπέρβλητα, ανυπέρβλητο, ανυπέρβλητες, αξεπέραστο
  • нездоланно грецькою - ξεσήκωμα, υπερβολικά, συντριπτικά, συντριπτική πλειοψηφία, με συντριπτική πλειοψηφία, κύριο λόγο
Випадкові слова
Нездержливість грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ακολασία, ξεμαύλισμα, ασωτία, μαύλισμα, ακράτεια, ακράτειας, ούρων, την ακράτεια, της ακράτειας