Незручний грецькою
Переклад: незручний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
άβολος, αδέξιος, ανεπιθύμητος, ατζαμής, άβολα, δυσάρεστη, ανήσυχο, δυσάρεστο, άβολη
Інші мови
Споріднені слова: незручний
незручний прокурор купити, незручний прокурор, незручний прокурор скачати, незручний прокурор читати, незручний прокурор скачать, незручний мовний словник грецька, незручний грецькою
Переклади
- незначність грецькою - εντομοκτόνο, ασήμαντος, παραλιακός, τσακάλι, ασημαντότητα, ασημαντότητας, ασημαντότητά, ...
- незрозумілий грецькою - διαμέρισμα, επίπεδος, ακατανόητος, ακατανόητο, ακατανόητη, αδιανόητο, ακατανόητες
- незручно грецькою - άβολα, inconveniently, ενοχλητικά, είναι ενοχλητικά, έχουν πρακτικό, ακατάλληλα καταχωρημένες
- незручність грецькою - ταλαιπωρία, ενόχληση, καβουράκι, δυσφορία, κακουχία, αδεξιότητα, αμηχανία, ...
Випадкові слова
Незручний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: άβολος, αδέξιος, ανεπιθύμητος, ατζαμής, άβολα, δυσάρεστη, ανήσυχο, δυσάρεστο, άβολη
Переклади: άβολος, αδέξιος, ανεπιθύμητος, ατζαμής, άβολα, δυσάρεστη, ανήσυχο, δυσάρεστο, άβολη