Нелегований грецькою
Переклад: нелегований, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κεκραένου, αργίλιο όχι, αργίλιο όχι σε, μη κεκραμένου, μη κεκραμένο
Інші мови
Споріднені слова: нелегований
нелегований мовний словник грецька, нелегований грецькою
Переклади
- нелегальний грецькою - παράνομος, παράνομη, παράνομης, παράνομων, παράνομες
- нелегальність грецькою - παρανομία, ελλείψεως νομιμότητας, παράνομο, παρανομίας, έλλειψη νομιμότητας
- нелогічний грецькою - παράλογος, παράλογο, παράλογη, λογικό, παράλογες
- нелогічність грецькою - παραλογισμός, παραλογισμό, Έλλειψη λογικής, άτοπες, Έλλειψη λογικής όσον
Випадкові слова
Нелегований грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κεκραένου, αργίλιο όχι, αργίλιο όχι σε, μη κεκραμένου, μη κεκραμένο
Переклади: κεκραένου, αργίλιο όχι, αργίλιο όχι σε, μη κεκραμένου, μη κεκραμένο