Ненавчений грецькою
Переклад: ненавчений, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αυθόρμητη, έλαβε την τυπική, αυτοδίδακτος μελετητής της, δεν έλαβε την τυπική, αυτοδίδακτος μελετητής
Інші мови
Споріднені слова: ненавчений
ненавчений мовний словник грецька, ненавчений грецькою
Переклади
- ненавмисно грецькою - ατύχημα, εξαπίνης, ακούσια, λάθος, κατά λάθος, εκ παραδρομής, ακουσίως
- ненавмисність грецькою - involuntariness
- ненадійний грецькою - προδοτικός, φάλαινα, ολισθηρός, ασυνεπής, γλιστερός, επισφαλής, αναξιόπιστος, ...
- ненадійність грецькою - ανασφάλεια, ανασφάλειας, την ανασφάλεια, αβεβαιότητα, η ανασφάλεια
Випадкові слова
Ненавчений грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αυθόρμητη, έλαβε την τυπική, αυτοδίδακτος μελετητής της, δεν έλαβε την τυπική, αυτοδίδακτος μελετητής
Переклади: αυθόρμητη, έλαβε την τυπική, αυτοδίδακτος μελετητής της, δεν έλαβε την τυπική, αυτοδίδακτος μελετητής