Необов'язково грецькою
Переклад: необов'язково, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
προαιρετικά, προαιρετικώς, ενδεχομένως, προαιρετικά να, επιλογή
Інші мови
Споріднені слова: необов'язково
не обов'язково, необов'язково мовний словник грецька, необов'язково грецькою
Переклади
- необмежений грецькою - απόλυτος, απεριόριστος, απεριόριστη, απεριόριστο, απεριόριστες, απεριόριστα
- необов'язковий грецькою - περιττός, προαιρετικός, προαιρετικό, προαιρετική, προαιρετικά, προαιρετικές
- необоротний грецькою - αμετάκλητος, ενσωματώνω, αμετάτρεπτος, μη αναστρέψιμη, αμετάκλητη, μη αναστρέψιμες, αμετάκλητες, ...
- необоротність грецькою - αμετάκλητος, αμετάτρεπτος, μη αναστρεψιμότητα, μη αναστρέψιμο, μη αναστρεψιμότητας, αναστρεψιμότητας
Випадкові слова
Необов'язково грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: προαιρετικά, προαιρετικώς, ενδεχομένως, προαιρετικά να, επιλογή
Переклади: προαιρετικά, προαιρετικώς, ενδεχομένως, προαιρετικά να, επιλογή