Необумовлений грецькою
Переклад: необумовлений, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
απροσμέτρητο, άνευ όρων, μορφοποιημένα, χωρίς προϋποθέσεις, μη ρυθμισμένο
Інші мови
Споріднені слова: необумовлений
необумовлений мовний словник грецька, необумовлений грецькою
Переклади
- необроблений грецькою - χονδροειδής, αγροίκος, ακατέργαστη, πρώτων, πρώτες, ακατέργαστο, των πρώτων
- необтесаний грецькою - άξεστος, ξέντυτος, ακατέργαστη, γδυθεί, ξύλεία, άντυτο
- необхідний грецькою - απαραίτητος, αναγκαίος, ουσιώδης, απαιτείται, απαιτούνται, που απαιτείται, που απαιτούνται, ...
- необхідні грецькою - αγαθά, απαιτείται, απαιτούνται, που απαιτείται, που απαιτούνται, απαιτούμενη
Випадкові слова
Необумовлений грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: απροσμέτρητο, άνευ όρων, μορφοποιημένα, χωρίς προϋποθέσεις, μη ρυθμισμένο
Переклади: απροσμέτρητο, άνευ όρων, μορφοποιημένα, χωρίς προϋποθέσεις, μη ρυθμισμένο