Неофіційність грецькою
Переклад: неофіційність, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
πληροφορίες, ανεπίσημο, ανεπισημότητα, άτυπο χαρακτήρα, τον άτυπο, τον άτυπο χαρακτήρα
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: неофіційність
неофіційність мовний словник грецька, неофіційність грецькою
Переклади
- неотесаний грецькою - άξεστος, αγενής, αγενές, αγενείς, αγενή, αγένεια
- неофіт грецькою - νεοφώτιστος, νεοφώτιστους, νεόφυτος, neophyte, νεοφώτιστο
- неохайний грецькою - πρέπει, βρόμικος, ακατάστατος, ατημέλητος, απεριποίητος, μούστος, τσαπατσούλικης, ...
- неохайно грецькою - ακατάστατος, τσαπατσούλικης, ατημέλητο, slovenly
Випадкові слова
Неофіційність грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: πληροφορίες, ανεπίσημο, ανεπισημότητα, άτυπο χαρακτήρα, τον άτυπο, τον άτυπο χαρακτήρα
Переклади: πληροφορίες, ανεπίσημο, ανεπισημότητα, άτυπο χαρακτήρα, τον άτυπο, τον άτυπο χαρακτήρα