Непокірний грецькою
Переклад: непокірний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ανυπάκουος, ανυπακοή, δύσχρηστος, θυμάμαι, απείθεια, πολυτάραχος, θυελλώδης, άτακτος, απείθαρχων, απείθαρχο, ατίθασα, απείθαρχοι
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: непокірний
непокірний грінченко скорочено, непокірний синоніми, непокірний грінченко, непокірний фільм, непокірний козак на ім'я сулима, непокірний мовний словник грецька, непокірний грецькою
Переклади
- непокоїтись грецькою - στιφάδο, ανησυχείτε για, ανησυχούν για, ανησυχείτε για το, ανησυχούμε για, ανησυχείς για
- непокірливий грецькою - δύσχρηστος, ανυπότακτος, στασιαστικός, επαναστατική, επαναστατικές, επαναστατικός
- непокірність грецькою - ανυποταξία, απειθαρχία, ανυποταξίας, απείθεια, την ανυποταξία
- неполадка грецькою - εξάρθρωση, κλείσιμο, τερματισμού, διακοπή λειτουργίας, τερματισμού λειτουργίας, shutdown
Випадкові слова
Непокірний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ανυπάκουος, ανυπακοή, δύσχρηστος, θυμάμαι, απείθεια, πολυτάραχος, θυελλώδης, άτακτος, απείθαρχων, απείθαρχο, ατίθασα, απείθαρχοι
Переклади: ανυπάκουος, ανυπακοή, δύσχρηστος, θυμάμαι, απείθεια, πολυτάραχος, θυελλώδης, άτακτος, απείθαρχων, απείθαρχο, ατίθασα, απείθαρχοι