Непіддатливий грецькою
Переклад: непіддатливий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ανέκδοτος, ανένδοτο, ανυποχώρητη, την άκαμπτη, είναι ανένδοτο
Інші мови
Споріднені слова: непіддатливий
непіддатливий мовний словник грецька, непіддатливий грецькою
Переклади
- непрощенний грецькою - ασηγχώρητος, αδικαιολόγητος, ασυγχώρητη, αδικαιολόγητη, ασυγχώρητο
- непрямий грецькою - στραβός, πλάγιος, λοξός, έμμεσος, έμμεση, έμμεσες, έμμεσης, ...
- непіддатливість грецькою - επίμονος, intractability, δυσεπιλυσιμότητα, δυσεπίλυτο, δυστοκία
- непідкупний грецькою - αύξηση, αυξάνω, άφθαρτο, αδιάφθορος, άφθαρτη, άφθαρτοι, αδιάφθορη
Випадкові слова
Непіддатливий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ανέκδοτος, ανένδοτο, ανυποχώρητη, την άκαμπτη, είναι ανένδοτο
Переклади: ανέκδοτος, ανένδοτο, ανυποχώρητη, την άκαμπτη, είναι ανένδοτο