Несприятливо грецькою
Переклад: несприятливо, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
δυσμενώς, αρνητικά, αρνητικά την, αρνητικές, δυσμενώς την
Інші мови
Споріднені слова: несприятливо
несприятливо мовний словник грецька, несприятливо грецькою
Переклади
- несправність грецькою - πονηριά, αποτυγχάνω, χαιρεκακία, μοχθηρία, δυσλειτουργία, δυσλειτουργίας, βλάβη, ...
- несприятливий грецькою - αρχικά, δυσμενής, δυσμενείς, ανεπιθύμητες, αρνητικές, δυσμενών
- неспроможний грецькою - αστήρικτος, αστήρικτη, αβάσιμη, απαράδεκτη, ανυπόφορη
- неспроможність грецькою - απρόσιτος, ανικανότητα, αναπηρία, αποτυχία, αφερεγγυότητα, αφερεγγυότητας, πτώχευσης, ...
Випадкові слова
Несприятливо грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: δυσμενώς, αρνητικά, αρνητικά την, αρνητικές, δυσμενώς την
Переклади: δυσμενώς, αρνητικά, αρνητικά την, αρνητικές, δυσμενώς την