Нижчестоящий грецькою
Переклад: нижчестоящий, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
υφιστάμενος, χαμηλότερος, κάτω, χαμηλότερο, χαμηλότερη, κατώτερο
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: нижчестоящий
нижчестоящий мовний словник грецька, нижчестоящий грецькою
Переклади
- нижче грецькою - παρακάτω, κάτω, κάτω από, κατωτέρω, πιο κάτω
- нижченаведений грецькою - ακολουθία, παρακολούθηση, οπαδοί, εξής, ακόλουθες, ακόλουθα, παρακάτω, ...
- нижчий грецькою - κατωτερότητα, χαμηλότερος, κάτω, χαμηλότερο, χαμηλότερη, κατώτερο
- низ грецькою - κάτω μέρος, πυθμένας, κάτω, πυθμένα, βάση
Випадкові слова
Нижчестоящий грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: υφιστάμενος, χαμηλότερος, κάτω, χαμηλότερο, χαμηλότερη, κατώτερο
Переклади: υφιστάμενος, χαμηλότερος, κάτω, χαμηλότερο, χαμηλότερη, κατώτερο