Нищити грецькою

Переклад: нищити, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εξολοθρεύω, καταβροχθίζω, εκμηδενίζω, εξαλείφω, εξαφανίζω, αποδεκατίζω, σβήνω, καταστρέφω, καταστρέψει, καταστρέψουν, καταστρέφουν, καταστροφή, να καταστρέψει
Нищити грецькою
Споріднені слова
Інші мови

Споріднені слова: нищити

нищити синонім, нищити синоніми, нищити мовний словник грецька, нищити грецькою

Переклади

  • нишпорити грецькою - κυνηγώ, τρίβω, χτενίζω, ψηλαφώ, fumble, αδέξιος χειρισμός
  • нищення грецькою - κατάλυση, κατάργηση, καταστροφή, καταστροφής, την καταστροφή, η καταστροφή, καταστροφές
  • нищівний грецькою - συντριπτικός, σύνθλιψη, σύνθλιψης, συντριβή, θραύση, θραύσης
  • новак грецькою - αρχάριος, ατζαμής, νεοφερμένος, άπειρος, Greenhorn
Випадкові слова
Нищити грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εξολοθρεύω, καταβροχθίζω, εκμηδενίζω, εξαλείφω, εξαφανίζω, αποδεκατίζω, σβήνω, καταστρέφω, καταστρέψει, καταστρέψουν, καταστρέφουν, καταστροφή, να καταστρέψει