Нівечення грецькою
Переклад: нівечення, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
λάμπα, λυχνία, παραμόρφωση, παραμόρφωσης, παραμορφώσεως, παραμορφώσεις, την παραμόρφωση
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: нівечення
нівечення мовний словник грецька, нівечення грецькою
Переклади
- нюховий грецькою - οσφρητικός, οσφρητικό, οσφρητική, οσφρητικά, οσφρητικού
- ні грецькою - κανένας, δεν, ούτε, όχι, ούτε η, κανένα, καμία
- нівечити грецькою - αποτρέπω, σκοτσέζος, ουίσκι, διάφραγμα, διαφράγματος, εκτροπής, πλάκα εκτροπής, ...
- ніготь грецькою - πρόκα, νύχι, καρφί, νυχιών, των νυχιών, καρφιών
Випадкові слова
Нівечення грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: λάμπα, λυχνία, παραμόρφωση, παραμόρφωσης, παραμορφώσεως, παραμορφώσεις, την παραμόρφωση
Переклади: λάμπα, λυχνία, παραμόρφωση, παραμόρφωσης, παραμορφώσεως, παραμορφώσεις, την παραμόρφωση