Об'єднуватися грецькою
Переклад: об'єднуватися, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ενοποιώ, συνδυάζω, συνενώνω, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, συνδεδεμένη
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: об'єднуватися
об'єднуватися, об'єднуватися мовний словник грецька, об'єднуватися грецькою
Переклади
- об'єднатися грецькою - ενώνουν, ενώσει, ενωθούμε, ενώσουμε, ενωθούν
- об'єднувати грецькою - σύμμαχος, συσσωματώνω, εκφράζω, ενσαρκώνω, ενσωματώνω, συνδυασμός, συνδυάζουν, ...
- об'єкт грецькою - αντικείμενο, αντιτείνω, αντικειμένου, σκοπός, στόχος, αντικείμενο της
- об'єктивний грецькою - αντικειμενικός, σκοπός, στόχος, στόχου, αντικειμενικά
Випадкові слова
Об'єднуватися грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ενοποιώ, συνδυάζω, συνενώνω, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, συνδεδεμένη
Переклади: ενοποιώ, συνδυάζω, συνενώνω, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, συνδεδεμένη