Об'єкт грецькою
Переклад: об'єкт, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αντικείμενο, αντιτείνω, αντικειμένου, σκοπός, στόχος, αντικείμενο της
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: об'єкт
об'єкт злочину, об'єкт інтелектуальної власності, об'єкт і предмет, об'єкт управління, об'єкт дослідження, об'єкт мовний словник грецька, об'єкт грецькою
Переклади
- об'єднувати грецькою - σύμμαχος, συσσωματώνω, εκφράζω, ενσαρκώνω, ενσωματώνω, συνδυασμός, συνδυάζουν, ...
- об'єднуватися грецькою - ενοποιώ, συνδυάζω, συνενώνω, συνεργάτης, συνεργάτη, συγγενούς, συγγενή, ...
- об'єктивний грецькою - αντικειμενικός, σκοπός, στόχος, στόχου, αντικειμενικά
- об'єктивно грецькою - αντικειμενικά, αντικειμενικώς, αντικειμενικό, αντικειμενική, αντικειμενικότητα
Випадкові слова
Об'єкт грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αντικείμενο, αντιτείνω, αντικειμένου, σκοπός, στόχος, αντικείμενο της
Переклади: αντικείμενο, αντιτείνω, αντικειμένου, σκοπός, στόχος, αντικείμενο της