Об'єктивно грецькою
Переклад: об'єктивно, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αντικειμενικά, αντικειμενικώς, αντικειμενικό, αντικειμενική, αντικειμενικότητα
Інші мови
Споріднені слова: об'єктивно
об'єктивно неправомірне діяння, об'єктивно і суб'єктивно, об'єктивно це, об'єктивно протиправне діяння, об'єктивно протиправне діяння та зловживання правом, об'єктивно мовний словник грецька, об'єктивно грецькою
Переклади
- об'єкт грецькою - αντικείμενο, αντιτείνω, αντικειμένου, σκοπός, στόχος, αντικείμενο της
- об'єктивний грецькою - αντικειμενικός, σκοπός, στόχος, στόχου, αντικειμενικά
- об'єктивність грецькою - αντικειμενικότητα, αντικειμενικότητας, της αντικειμενικότητας, την αντικειμενικότητα, αντικειμενικότητά
- об'єм грецькою - μέγεθος, ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, ικανοποιημένο, όγκος, όγκο, όγκου, ...
Випадкові слова
Об'єктивно грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αντικειμενικά, αντικειμενικώς, αντικειμενικό, αντικειμενική, αντικειμενικότητα
Переклади: αντικειμενικά, αντικειμενικώς, αντικειμενικό, αντικειμενική, αντικειμενικότητα