Об'єм грецькою

Переклад: об'єм, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
μέγεθος, ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, ικανοποιημένο, όγκος, όγκο, όγκου, ένταση
Об'єм грецькою
Споріднені слова
Інші мови

Споріднені слова: об'єм

об'єм сфери, об'єм призми, об'єм кулі, об'єм паралелепіпеда, об'єм тетраедра, об'єм мовний словник грецька, об'єм грецькою

Переклади

  • об'єктивно грецькою - αντικειμενικά, αντικειμενικώς, αντικειμενικό, αντικειμενική, αντικειμενικότητα
  • об'єктивність грецькою - αντικειμενικότητα, αντικειμενικότητας, της αντικειμενικότητας, την αντικειμενικότητα, αντικειμενικότητά
  • об'ємистий грецькою - ογκώδης, ογκώδη, ογκώδες, ογκώδεις, ογκωδών
  • об'їзд грецькою - παρακαμπτήριος, παράκαμψη, παράκαμψης, λοξοδρόμηση, παράκαμψη για
Випадкові слова
Об'єм грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: μέγεθος, ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, ικανοποιημένο, όγκος, όγκο, όγκου, ένταση