Обганяти грецькою
Переклад: обганяти, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
περνώ, πέρασμα, κυκλοφορώ, στενά, ξεπερνούν, υπερκεράσει, ξεπεράσει, ξεπερνά τον, ξεπεράσουν
Інші мови
Споріднені слова: обганяти
обганяти мовний словник грецька, обганяти грецькою
Переклади
- обвуглюватися грецькою - κάρβουνα, άνθρακας, obvuhlyuvatysya
- обвітрений грецькою - ανεμοδείκτης, ασθμαίνων, winded, περιελιγμένες, αργές, μακροσκελής
- обговорення грецькою - συζήτηση, συζήτησης, συζητήσεις, συζητήσεων, τη συζήτηση
- обговорити грецькою - συζήτηση, συζητώ, συζητήσει, συζητήσουν, συζητούν, να συζητήσουν, συζητήσουμε
Випадкові слова
Обганяти грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: περνώ, πέρασμα, κυκλοφορώ, στενά, ξεπερνούν, υπερκεράσει, ξεπεράσει, ξεπερνά τον, ξεπεράσουν
Переклади: περνώ, πέρασμα, κυκλοφορώ, στενά, ξεπερνούν, υπερκεράσει, ξεπεράσει, ξεπερνά τον, ξεπεράσουν