Обертати грецькою
Переклад: обертати, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
περιστρέψετε, περιστρέφεται, περιστρέψτε, περιστρέφονται, περιστραφεί
Інші мови
Споріднені слова: обертати
обертати мовний словник грецька, обертати грецькою
Переклади
- обертальний грецькою - συγγενής, περιστροφικός, περιστροφικό, περιστροφική, περιστροφικού, περιστροφικής
- обертання грецькою - μεταχείριση, θεραπεία, στριφογύρισμα, περιστροφή, περιστροφής, την περιστροφή, εναλλαγή, ...
- обертатися грецькою - περιστρέφω, περιστρέφομαι, κυκλοφορώ, κύκλος, περιστρέψετε, περιστρέφεται, περιστρέψτε, ...
- обертовий грецькою - περιστρεφόμενο, περιστρεφόμενη, εκ περιτροπής, περιστρεφόμενα, περιτροπής
Випадкові слова
Обертати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: περιστρέψετε, περιστρέφεται, περιστρέψτε, περιστρέφονται, περιστραφεί
Переклади: περιστρέψετε, περιστρέφεται, περιστρέψτε, περιστρέφονται, περιστραφεί