Облишити грецькою
Переклад: облишити, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εγκαταλείπω, παρατάω, παραιτηθεί, να εγκαταλείψουν, εγκαταλείψουν, να εγκαταλείψει, εγκαταλείψει
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: облишити
облишити мовний словник грецька, облишити грецькою
Переклади
- обливатися грецькою - περιχύστε, περιχύνετε, περιχύνουμε, περιχύνουμε με, περιχύνετε με
- обличчя грецькою - καταπατητής, εντολή, όψη, ανέχομαι, κύρος, αντικρίζω, διαπραγματευτής, ...
- облога грецькою - πολιορκία, πολιορκίας, την πολιορκία, αποκλεισμό, πολιορκητικές
- облуда грецькою - απάτη, δόλος, εξαπάτηση, δόλο, εξαπάτησης
Випадкові слова
Облишити грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εγκαταλείπω, παρατάω, παραιτηθεί, να εγκαταλείψουν, εγκαταλείψουν, να εγκαταλείψει, εγκαταλείψει
Переклади: εγκαταλείπω, παρατάω, παραιτηθεί, να εγκαταλείψουν, εγκαταλείψουν, να εγκαταλείψει, εγκαταλείψει