Обмовка грецькою
Переклад: обмовка, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εφεδρικός, παρακρατώ, εφεδρεία, παρακαταθήκη, ολίσθημα της γλώσσας, μπέρδεμα της γλώσσας, παραδρομής, γλίστρημα της γλώσσας, γλωσσικό λάθος
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: обмовка
валютна обмовка, арбітражна обмовка, обмовка за фрейдом, обмолвка по фрейду, обмовка януковича 9 травня, обмовка мовний словник грецька, обмовка грецькою
Переклади
- обминути грецькою - παράκαμψης, παράκαμψη, bypass, παρακάμψεως, παρακαμπτήριο
- обмова грецькою - συκοφαντία, διαβολή, δυσφήμιση, δυσφήμηση, δυσφήμησης, δυσφήμισης, τη δυσφήμιση, ...
- обмовлення грецькою - δυσφήμηση, σπίλωση, δυσφήμησης, διασυρμό, δυσφήμισης
- обмовляти грецькою - κακολογώ, διαβόητος, συκοφαντία, συκοφαντίες, τη συκοφαντία, συκοφαντίας, συκοφαντούν
Випадкові слова
Обмовка грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εφεδρικός, παρακρατώ, εφεδρεία, παρακαταθήκη, ολίσθημα της γλώσσας, μπέρδεμα της γλώσσας, παραδρομής, γλίστρημα της γλώσσας, γλωσσικό λάθος
Переклади: εφεδρικός, παρακρατώ, εφεδρεία, παρακαταθήκη, ολίσθημα της γλώσσας, μπέρδεμα της γλώσσας, παραδρομής, γλίστρημα της γλώσσας, γλωσσικό λάθος