Обмовляти грецькою
Переклад: обмовляти, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
κακολογώ, διαβόητος, συκοφαντία, συκοφαντίες, τη συκοφαντία, συκοφαντίας, συκοφαντούν
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: обмовляти
обмовляти це, фразеологізми обмовляти, обмовляти мовний словник грецька, обмовляти грецькою
Переклади
- обмовка грецькою - εφεδρικός, παρακρατώ, εφεδρεία, παρακαταθήκη, ολίσθημα της γλώσσας, μπέρδεμα της γλώσσας, παραδρομής, ...
- обмовлення грецькою - δυσφήμηση, σπίλωση, δυσφήμησης, διασυρμό, δυσφήμισης
- обмовник грецькою - κουτσομπολιά, κουτσομπολιό, κουτσομπολιού, το κουτσομπολιό, τα κουτσομπολιά
- обмовте грецькою - δυσφήμηση, δυσφήμησης, δυσφήμισης, τη δυσφήμιση, τη δυσφήμηση
Випадкові слова
Обмовляти грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: κακολογώ, διαβόητος, συκοφαντία, συκοφαντίες, τη συκοφαντία, συκοφαντίας, συκοφαντούν
Переклади: κακολογώ, διαβόητος, συκοφαντία, συκοφαντίες, τη συκοφαντία, συκοφαντίας, συκοφαντούν