Обміркований грецькою
Переклад: обміркований, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
συλλογιστικός, συλλογισμός, πολιτικός, ενημέρωσε, συνιστάται, συμβουλεύονται, συμβούλευσε, ενημερώνονται
Інші мови
Споріднені слова: обміркований
обміркований мовний словник грецька, обміркований грецькою
Переклади
- обмінятися грецькою - συνάλλαγμα, διαφωνία, ανταλλάσσω, λογομαχία, ανταλλαγή, ανταλλαγής, την ανταλλαγή, ...
- обмір грецькою - μέτρηση, μέτρησης, μετρήσεων, μετρήσεως, τη μέτρηση
- обмірковування грецькою - σκέψη, σκεπτόμενος, σκέψης, σκέφτεται, σκεφτόμαστε
- обмірковувати грецькою - θεωρώ, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει
Випадкові слова
Обміркований грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: συλλογιστικός, συλλογισμός, πολιτικός, ενημέρωσε, συνιστάται, συμβουλεύονται, συμβούλευσε, ενημερώνονται
Переклади: συλλογιστικός, συλλογισμός, πολιτικός, ενημέρωσε, συνιστάται, συμβουλεύονται, συμβούλευσε, ενημερώνονται