Обновляти грецькою
Переклад: обновляти, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ανακαίνιση, ανανεώσιμος, ανανεώσει, ανανέωση, ανανεώσουν, ανανεώνουν, ανανεώνει
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: обновляти
обновляти мовний словник грецька, обновляти грецькою
Переклади
- обміркувати грецькою - θεωρώ, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει
- обміркуйте грецькою - εσκεμμένος, Ponder, Συλλογιστεί, σκεφτείς, αναλογιστούν, συλλογιστείτε
- обнімати грецькою - διπλώνω, πτυχή, αγκαλιάζω, αγκαλιάσει, αγκαλιάζουν, αγκαλιάσουν, αγκαλιά
- обов'язки грецькою - ευθύνη, δωσιδικία, υπεύθυνος, παθητικό, αρμόδιος, Αποφασίζοντας, Ενεργώντας, ...
Випадкові слова
Обновляти грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ανακαίνιση, ανανεώσιμος, ανανεώσει, ανανέωση, ανανεώσουν, ανανεώνουν, ανανεώνει
Переклади: ανακαίνιση, ανανεώσιμος, ανανεώσει, ανανέωση, ανανεώσουν, ανανεώνουν, ανανεώνει