Обов'язки грецькою
Переклад: обов'язки, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
ευθύνη, δωσιδικία, υπεύθυνος, παθητικό, αρμόδιος, Αποφασίζοντας, Ενεργώντας, ενεργεί, ενεργούν, που ενεργούν
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: обов'язки
обов'язки чатового, обов'язки бухгалтера, обов'язки громадян україни, обов'язки днювального, обов'язки касира, обов'язки мовний словник грецька, обов'язки грецькою
Переклади
- обновляти грецькою - ανακαίνιση, ανανεώσιμος, ανανεώσει, ανανέωση, ανανεώσουν, ανανεώνουν, ανανεώνει
- обнімати грецькою - διπλώνω, πτυχή, αγκαλιάζω, αγκαλιάσει, αγκαλιάζουν, αγκαλιάσουν, αγκαλιά
- обов'язковий грецькою - υποχρεωτικός, παθολογικός, υποχρεωτικό, υποχρεωτική, υποχρεωτικά, υποχρεωτικές, υποχρεωτικής
- обов'язково грецькою - απαραίτητα, επιτακτικός, σίγουρα, κατ 'ανάγκη, αναγκαστικά, απαραιτήτως
Випадкові слова
Обов'язки грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: ευθύνη, δωσιδικία, υπεύθυνος, παθητικό, αρμόδιος, Αποφασίζοντας, Ενεργώντας, ενεργεί, ενεργούν, που ενεργούν
Переклади: ευθύνη, δωσιδικία, υπεύθυνος, παθητικό, αρμόδιος, Αποφασίζοντας, Ενεργώντας, ενεργεί, ενεργούν, που ενεργούν