Обширний грецькою
Переклад: обширний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
εκτεταμένος, διεξοδικός, εκτενής, εκτεταμένη, εκτεταμένες, εκτενή, εκτεταμένο
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: обширний
обширний синонім, обширний інфаркт, обширний інсульт шанси, обширний інсульт, обширний інфаркт симптоми, обширний мовний словник грецька, обширний грецькою
Переклади
- обшивка грецькою - ταβάνι, τόρνος, στρώση, επικάλυψη, επένδυση, περίβλημα, μανδύα, ...
- обшир грецькою - εύρος, πλάτος, επέκταση, παράταση, επέκτασης, παράτασης, προέκταση
- обшук грецькою - αναζήτηση, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή
- обшукати грецькою - αναζήτηση, για να αναζητήσετε, για αναζήτηση, να αναζητήσετε, να ψάξετε, για να ψάξετε
Випадкові слова
Обширний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: εκτεταμένος, διεξοδικός, εκτενής, εκτεταμένη, εκτεταμένες, εκτενή, εκτεταμένο
Переклади: εκτεταμένος, διεξοδικός, εκτενής, εκτεταμένη, εκτεταμένες, εκτενή, εκτεταμένο