Огидний грецькою
Переклад: огидний, Словник: українська » грецька
Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
αποκρουστικός, απαίσιος, αποτροπιαστικός, σαθρός, κολασμένος, σαπρός, βδελυρός, εναγής, απεχθής, βρώμικος, ψοφίμι, αηδιαστικός, χάλια, ακάθαρτος, σαπισμένος, αηδιαστικό, αηδιαστική, αηδιαστικές, αηδιαστικά
Споріднені слова
Інші мови
Споріднені слова: огидний
огидний я 2 дивитись онлайн українською, огидний я, огидний антонім, огидний я 2, огидний синоніми, огидний мовний словник грецька, огидний грецькою
Переклади
- огидливий грецькою - απαίσιος, δουλοπρεπής, δουλική, η δουλική, δουλικής, τη δουλική
- огидне грецькою - απέχθεια, σίχαμα, κοινός, κοινή, κοινής, κοινό, κοινών
- огиду грецькою - διστακτικός, απωθητικός, απρόθυμος, σίχαμα, απέχθεια, αντιπαθητικός, φρίκη, ...
- оглушати грецькою - ζαλίζω, αναισθητοποίηση, την αναισθητοποίηση, αναισθητοποίηση των, αναισθητοποιεί
Випадкові слова
Огидний грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: αποκρουστικός, απαίσιος, αποτροπιαστικός, σαθρός, κολασμένος, σαπρός, βδελυρός, εναγής, απεχθής, βρώμικος, ψοφίμι, αηδιαστικός, χάλια, ακάθαρτος, σαπισμένος, αηδιαστικό, αηδιαστική, αηδιαστικές, αηδιαστικά
Переклади: αποκρουστικός, απαίσιος, αποτροπιαστικός, σαθρός, κολασμένος, σαπρός, βδελυρός, εναγής, απεχθής, βρώμικος, ψοφίμι, αηδιαστικός, χάλια, ακάθαρτος, σαπισμένος, αηδιαστικό, αηδιαστική, αηδιαστικές, αηδιαστικά