Оглядати грецькою

Переклад: оглядати, Словник: українська » грецька

Мова джерела:
українська
Мова перекладу:
грецька
Переклади:
έρευνα, ανασκόπηση, μελέτη, εξετάζω, κάνω, θέα, άποψη, ενόψει, όψη, προβολή
Оглядати грецькою
Споріднені слова
Інші мови

Споріднені слова: оглядати

оглядати мовний словник грецька, оглядати грецькою

Переклади

  • оглушити грецькою - ζαλίζω, συντρίβω, αναισθητοποίηση, την αναισθητοποίηση, αναισθητοποίηση των, αναισθητοποιεί
  • огляд грецькою - ανασκόπηση, διεργασία, μελέτη, εξέταση, πανόραμα, έρευνα, αναζήτηση, ...
  • оглядач грецькою - παρατηρητής, αρθρογράφος, αρθρογράφο, αρθρογράφου, ο αρθρογράφος, τον αρθρογράφο
  • оглянутий грецькою - τηλεθεατής, εξετάστηκαν, εξέτασε, εξετάστηκε, εξετάζονται, εξετάζεται
Випадкові слова
Оглядати грецькою - Словник: українська » грецька
Переклади: έρευνα, ανασκόπηση, μελέτη, εξετάζω, κάνω, θέα, άποψη, ενόψει, όψη, προβολή